- τυφλώνω
- τυφλῶ, -όω, ΝΜΑ [τυφλός]καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.)νεοελλ.1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω την όραση κάποιου («οι προβολείς μάς τύφλωσαν»)2. μτφ. α) σκοτίζω, θολώνω τήν κρίση κάποιου («το πάθος του τόν τύφλωσε»)β) ειρων. μουντζώνωμσν.-αρχ.(σχετικά με φυτό) καταστρέφω τους οφθαλμούς («τυφλοῡν ὀφθαλμοὺς ἀμπέλου», Γεωπ.)αρχ.1. αποφράσσω, κλείνω («τυφλοῡν τὰς διόδους ἁμάξαις», Αιν. Τακτ.)2. μτφ. αμβλύνω, αχρηστεύω3. μέσ. τυφλοῡμαι, -όομαια) είμαι άχρηστος, ανώφελος, δεν φέρνω αποτέλεσμα («οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν», Πίνδ.)β) (για φωνή) παύω, σιωπώ.
Dictionary of Greek. 2013.